- ἄναν
- ἄνᾱν , ἄναkingfem acc sg (doric aeolic)ἄνᾱν , ἄνηfulfilmentfem acc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ανάν, Κόφι — (Kofi Atta Annan, Κουμάζι, Γκάνα 1938 –). Γκανέζος οικονομολόγος, γενικός γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών. Σπούδασε πρώτα στο πανεπιστήμιο Επιστημών και Τεχνολογίας του Κουμάζι, συνέχισε στα οικονομικά, στο Μακάλιστερ Κόλετζ Σεν Πολ της… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
εθνικά θέματα — Τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μία χώρα, όσον αφορά τις εδαφικές διεκδικήσεις ή την αμφισβήτηση κυριαρχικών δικαιωμάτων τα οποία έχουν αναγνωριστεί από διεθνείς συνθήκες ή συμβάσεις. Ανάλογα προβλήματα αντιμετώπισε και η Ελλάδα σε διάφορες… … Dictionary of Greek
Kostas Themistocleous — (Greek: Κώστας Θεμιστοκλέους born in 1949) is a Cypriot politician. He studied Economics and political sciences in Athens. He also studied MSc Economics Developing in London. He is married with Avgi Lymbouri and has 2 daughters and 1 son.… … Wikipedia
TOLLENO — apud Plinium, l. 19. c. 4. Hortos villae iungendos non est dubium riguosque maxime habendos, si contingat praefiuô amne, si minus e puteo rotâ organisque pneumattcis, vel tollenonum haustu rigatos: Machina est ἀναν εύουϚα καὶ κατανεύουϚα, sursum… … Hofmann J. Lexicon universale
Καραΐτες — Ιουδαϊκή θρησκευτική αίρεση, την οποία ίδρυσε ο Ανάν μπεν Δαβίδ (8ος αι. μ.Χ.). Οι οπαδοί της δέχονται την Παλαιά Διαθήκη αλλά απορρίπτουν την ιερή παράδοση, επειδή πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή καλύπτει με πληρότητα τις ανάγκες της διδασκαλίας. * * … Dictionary of Greek
ΟΗΕ — (Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών). Διεθνής οργάνωση που έχει ως κύριο σκοπό τη διατήρηση της ειρήνης και της ασφάλειας μεταξύ όλων των χωρών. Η ιδέα της συγκέντρωσης όλων των χωρών του κόσμου σε μια οργάνωση, που να αποκλείει την προσφυγή στα όπλα για… … Dictionary of Greek
άνθρωπος — Το ανθρώπινο ον, ο πιο εξελιγμένος οργανισμός που ζει στην υδρόγειο. Homo sapiens (ά. έμφρων ή λογικός)είναι ο επιστημονικός όρος, στη συστηματική ταξινόμηση διπλής ονομασίας για το γένος (homo, ά.)και το είδος (sapiens, λογικός)στο οποίο ανήκει… … Dictionary of Greek
Πρόβος — I Όνομα αγίων της Αναν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από τη Σίδη της Παμφυλίας. Μαρτύρησε στην Πομπηιανούπολη της Κιλικίας με αποκεφαλισμό επί Διοκλητιανού (284 – 305). Μαζί του μαρτύρησαν και οι Ανδρόνικος ο Εφέσιος και Τάραχος ο Ρωμαίος. Η … Dictionary of Greek